- βλαίσωσις
- βλαίσ-ωσις, εως, ἡ,A = βλαισότης, Gal.UP3.9.II mctaph., retorting of a dilemma on its proposer, Arist.Rh.1399a26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βλαίσωσις — retorting of a dilemma fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαίσωση — η (Α βλαίσωσις) [βλαισούμαι] η βλαισότητα αρχ. σχήμα του ρητορικού λόγου είναι η παράταξη δύο αντίθετων προτάσεων κάθε μία από τις οποίες ακολουθείται από δύο αντίθετα συμπεράσματα … Dictionary of Greek
βλαισώσεως — βλαισώσεω̆ς , βλαίσωσις retorting of a dilemma fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)